παζαρεύω — παζαρεύω, παζάρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παζαρεύω — [παζάρι] 1. διαπραγματεύομαι την τιμή ενός εμπορεύματος προκειμένου να επιτύχω την πιο συμφέρουσα 2. συζητώ τους όρους σύμβασης ή συμφωνίας («οι σύμμαχοι παζαρεύουν ακόμα τη συνθήκη ειρήνης») 3. μτφ. διαπραγματεύομαι για να πετύχω περισσότερα ή… … Dictionary of Greek
παζάρε(υ)μα — το [παζαρεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παζαρεύω, διαπραγμάτευση τιμής, συζήτηση που γίνεται σε εμπορικές κυρίως σχέσεις με σκοπό την επίτευξη καλύτερων όρων αγοραπωλησίας, παζάρι … Dictionary of Greek
αργυρώνητος — η, ο (AM ἀργυρώνητος, ον) αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος αρχ. ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»] … Dictionary of Greek
δυσωνώ — δυσωνῶ ( έω) (Α) προσπαθώ να πετύχω καλή τιμή, παζαρεύω … Dictionary of Greek
ικαντεύω — και καντεύω βγάζω σε πλειστηριασμό, παζαρεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινκάντο < ιταλ. incanto «δημοπρασία»] … Dictionary of Greek
παζάρι — το 1. συγκέντρωση πωλητών σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη ημέρα τής εβδομάδας με σκοπό την πώληση τών προϊόντων τους, αλλ. λαϊκή αγορά («κάθε Δευτέρα έχει παζάρι») 2. δημόσια αγορά που γίνεται με την ευκαιρία τοπικού πανηγυριού σε διάφορα μέρη… … Dictionary of Greek
παζαρευτής — ο, θηλ. παζαρεύτρα [παζαρεύω] αυτός που τού αρέσει να παζαρεύει, ο ικανός, ο επιτήδειος στο παζάρεμα … Dictionary of Greek
παζαριάζω — [παζάρι] παζαρεύω («μη με πουλάς, κυρούλα μου, και μη με παζαριάζεις», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek